Πατέρας: ο ρόλος του στην οικογένεια και στη θέσπιση ορίων
Τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, το παιδί και η μητέρα του είναι μία αδιαίρετη «δυάδα». Ουσιαστικά το παιδί «ανήκει στη μητέρα του», είναι αυτή που έχει αναλάβει, την κάλυψη των αναγκών του, βιολογικών και συναισθηματικών. Ο ρόλος του πατέρα είναι υποστηρικτικός-βοηθητικός. Μετά τα δύο πρώτα έτη, ο πατέρας καλείται να σπάσει τη δυάδα μητέρας-παιδιού, δημιουργώντας μία νέα δυάδα μεταξύ εκείνου και του παιδιού και μία νέα τριάδα μεταξύ των γονιών και του παιδιού τους.
Το σπάσιμο της δυάδας δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, είναι όμως καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη του παιδιού και για τη μετέπειτα σχέση με τον πατέρα του, διαφορετικά η σχέση αυτή πάντοτε θα «ελέγχεται» και θα περνάει, πάντα, πρώτα από τη μητέρα. Χρονικά η στιγμή αυτή (νηπιακή ηλικία 2-6 έτη) συμπίπτει με την τοποθέτηση ορίων. Καθώς το παιδί καλείται να «μπει» σε όρια και να εξερευνήσει μέσω αυτών τον κόσμο γύρω του, πρέπει ταυτόχρονα να δημιουργήσει και ουσιαστική σχέση εμπιστοσύνης με τον πατέρα του. Το παιδί στη νηπιακή ηλικία συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας είναι εξίσου σημαντικό πρόσωπο γι’ αυτό, όπως και η μητέρα. Σε αυτή την ηλικία ο πατέρας γίνεται πρότυπο για το γιο του και συμβάλλει σημαντικά στη συνειδητοποίηση του ρόλου των δύο φύλων για την κόρη του.
Όσον αφορά τα όρια, η μητέρα στη αναπτυξιακή αυτή φάση είναι πιθανό να δυσκολεύεται στην οριοθέτηση, γιατί νιώθοντας ότι το παιδί απομακρύνεται από εκείνη, καθώς σπάει η δυάδα, προσπαθεί να το κρατήσει κοντά της, πολλές φορές με υπέρμετρη ελαστικότητα και υπερπροστατευτικότητα. Ο πατέρας είναι αυτός, που καλείται να βάλει όρια και να διατυπώσει τους κανόνες μέσα στο σπίτι. Η μητέρα, οφείλει να τον ακολουθήσει και να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία. Στη συγκεκριμένη φάση, τα όρια τοποθετούνται με μεγάλη τρυφερότητα και πάντα λαμβανομένων υπόψη των αναγκών και των αναπτυξιακών επιτευγμάτων του παιδιού. (το παιδί στην ηλικία αυτή μπορεί ακόμα να μην έχει κατακτήσει πολλά από τα αναπτυξιακά επιτεύγματα και τις έννοιες που συνάδουν με τη χρονολογική του ηλικία). Οι απαιτήσεις που τίθενται από τους γονείς στην ηλικία αυτή προκαλούν έντονες εξάρσεις θυμού, συναισθηματικές καταιγίδες και κραυγές άρνησης των τρομερών δίχρονων και τρίχρονων παιδιών. Αν οι γονείς καταφέρνουν και αντιμετωπίζουν με σταθερότητα και έλλογη αυστηρότητα τις παραπάνω συμπεριφορές, θέτουν τη βάση για μια ήρεμη παιδική ηλικία, καθώς το παιδί μαθαίνει να ρυθμίζει τα συναισθήματά του, τα οποία σταδιακά γίνονται όλο και πιο διαχειρίσιμα.
Στην σχολική ηλικία οι γονείς οφείλουν από κοινού να διατυπώνουν και να διαμορφώνουν τα όρια και τους κανόνες για το παιδί τους. Σε αυτή την αναπτυξιακή φάση, τα προβλήματα που προκύπτουν στο οικογενειακό περιβάλλον είναι λιγότερα από αυτά της προηγούμενης περιόδου, καθώς πολλά ζητήματα έχουν πλέον ομαλοποιηθεί και δεν χρειάζεται να γίνουν νέες, ισοδύναμα δραματικά προσαρμογές. Η αναπροσαρμογή των κανόνων και των οικογενειακών αξιών στις νέες ανάγκες του παιδιού είναι συνήθως αρκετή για την εύρυθμη λειτουργία του οικογενειακού συστήματος και την συνέχιση της ομαλής ανάπτυξης του παιδιού.
Ένα αρκετά συνηθισμένο πρόβλημα που προκύπτει σε αυτή τη φάση είναι η ανεκτικότερη στάση του πατέρα προς το παιδί, ο οποίος τείνει να γίνεται ελαστικός στην οριοθέτηση, συνήθως από τύψεις, λόγω του μειωμένου χρόνου που περνά με το παιδί του, σκεπτόμενος ότι αφού το βλέπει λίγο, λόγω δουλειάς, είναι καλύτερο να μην είναι αυστηρός μαζί του. Η στάση του αυτή, όμως, και τα διαφορετικά μηνύματα που λαμβάνει από τους δύο γονείς, δημιουργούν στο παιδί ανασφάλεια και το υπέδαφος για την παραβίαση των κανόνων. Επίσης, συχνά το παιδί προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ των δύο γονιών του, που ανάλογα με το χαρακτήρα του, τις ανάγκες του και την ωριμότητά του, μπορεί να οδηγήσουν σε συμπεράσματα όπως «ο καλός μπαμπάς και η κακή μαμά» ή «ο αδιάφορος μπαμπάς και η καλή μαμά». Η ανασφάλεια και τα οι κρίσεις του παιδιού θα επηρεάσουν τη σχέση του παιδιού με τον πατέρα του στο επόμενο στάδιο, σε μια δύσκολη αναπτυξιακά φάση, την εφηβεία. Στη σχολική ηλικία είναι καθοριστικής σημασίας η εμπλοκή του πατέρα στην ανάπτυξη του παιδιού, ο οποίος καλείται όχι να είναι ελαστικός με τα παιδιά αλλά τους θέσει προκλήσεις και νέες εμπειρίες, ωθώντας τα σιγά-σιγά προς την αυτονομία. Ερευνητικά, φαίνεται πως ο ρόλος του πατέρα σε αυτή την ηλικία είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του παιδιού, μάλιστα η πνευματική ανάπτυξη του παιδιού και η επίδοσή του στις σχολικές δεξιότητες συνδέονται σημαντικά με την εμπλοκή του πατέρα στην «εκπαιδευτική διαδικασία»
Τέλος, στην εφηβεία ο ρόλος του πατέρα δοκιμάζεται και αμφισβητείται, λόγω της ανάγκης του παιδιού να μεγαλώσει, να πάρει πρωτοβουλίες και να αυτονομηθεί. Η σχέση με τον πατέρα του δοκιμάζεται, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι οι συγκρούσεις είναι μικρότερης έντασης σε σχέση με αυτές που πραγματοποιούνται μεταξύ του παιδιού και της μητέρας του, πιθανόν επειδή οι μητέρες αντιδρούν εντονότερα στις συμπεριφορές των παιδιών τους. Ο ρόλος του πατέρα στη φάση αυτή εξακολουθεί να παραμένει σημαντικός. Οι έφηβοι τείνουν να τους εμπιστεύονται περισσότερο για συζητήσεις και συμβουλές και έχουν ανάγκη να ξέρουν ότι είναι άμεσα διαθέσιμοι. Ιδιαίτερα για τα αγόρια αυτής της ηλικίας ο πατέρας λειτουργεί ως ισχυρό πρότυπο και έχει άμεση επιρροή στη συμπεριφορά, στην προσωπικότητα και στις επιλογές και στις συνήθειές τους.
Συμπερασματικά, φαίνεται, λοιπόν, πως η μητέρα και ο πατέρας έχοντας ο καθένας το δικό του ρόλο, καθορίζουν από κοινού την υγιή ανάπτυξη των παιδιών τους, συμβάλλοντας και οι δύο στη διαδικασία της διαπαιδαγώγησης.
Αλεξίου Βανέσσα
Ψυχολόγος