ΑΓΧΟΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ
Πολλοί ίσως έχει τύχει να δουν την παρακάτω εικόνα: Ένα βρέφος 15 μηνών να είναι στην αγκαλιά ενός συγγενή ή πολύ οικείου φιλικού προσώπου της οικογένειας. Το βρέφος αρχίζει να κλαίει χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος, προφανής λόγος και σταματάει μόνο όταν βρεθεί πίσω στην αγκαλιά της μητέρας του. Το παραπάνω φαινόμενο, αντικατοπτρίζει αυτό που ονομάζουμε άγχος αποχωρισμού. Στα βρέφη που έχουν αναπτύξει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τα πρόσωπα αναφοράς τους, τα οποία είναι συνήθως οι γονείς τους, ξεκινάει μεταξύ 8-10 μηνών, κορυφώνεται στους 18 μήνες και παραμένει μέχρι και τους 24 όπου σιγά σιγά αρχίζει να φθίνει (Guthrie, 1997).
Παρά την κορύφωση του άγχους αποχωρισμού στους 18 μήνες, έχει βρεθεί ότι παιδιά με ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, μπορούν πιο εύκολα να ανταποκριθούν σε σύντομους αποχωρισμούς από τη μαμά τους συγκριτικά με τα παιδιά που έχουν αναπτύξει αγχώδη αποφευκτικό ή αμφιθυμικό είδος δεσμού. Οι τύποι δεσμού που μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ παιδιών και γονέων είναι: α) ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός , β) ο αγχώδης-αποφευκτικός και γ) ο αγχώδης-αμφιθυμικός τύπος δεσμού. Το παιδί αναπτύσσει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, αν οι γονείς ανταποκρίνονταν πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του. Αυτό σημαίνει ότι αργότερα ως νήπια, παιδιά και έφηβοι, οι γονείς θα είναι δίπλα του χωρίς κρίσεις, επικριτικά σχόλια και ενοχές, αλλά με άνευ όρων αποδοχή και ενσυναίσθηση. Τα παραπάνω, έχουν ως αποτέλεσμα να θωρακίζεται το παιδί ως προσωπικότητα, να αναπτύσσει υψηλή αυτοπεποίθηση και να βιώνει τις δυσκολίες της ζωής ως εύκολα διαχειρίσιμες. Αντίθετα, αν ο συναισθηματικός δεσμός που θα δημιουργηθεί είναι ο αγχώδης-αποφευκτικός, οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα, είναι συνήθως επικριτικοί και αντιδρούν έντονα με θυμό ή/και τιμωρία. Τέλος στον αγχώδη-αμφιθυμικό τύπου δεσμού, οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα και είναι απρόβλεπτοι στην ανταπόκριση τους αγνοώντας τα σήματα του βρέφους.
Η εκδήλωση του άγχους αποχωρισμού για την ηλικιακή αυτή ομάδα, θεωρείται ένα υγιές κομμάτι της ανάπτυξης των παιδιών και τους βοηθάει στη συναισθηματική τους ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Eliot (2000), τα μωρά είναι «προγραμματισμένα» για να μεγαλώνουν συνδεδεμένα με συναισθηματικό δεσμό με τους γονείς ή τους φροντιστές τους, κάτι που εδράζεται στον πρόσθιο λοβό του εγκεφάλου. Ο συναισθηματικός δεσμός είναι υπεύθυνος για την προσαρμογή στο στρες. Ο συναισθηματικός δεσμός και η ανάπτυξη του εγκεφάλου φαίνεται να είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Πώς όμως ξεκινάει, κορυφώνεται και φθίνει το άγχος αποχωρισμού; Από τη γέννηση έως και την ηλικία των 6 μηνών, τα βρέφη δεν δείχνουν κανένα σημάδι ανησυχίας κατά τον αποχωρισμό από τα πρόσωπα αναφοράς τους. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την φωνή και την μυρωδιά των γονιών τους, μπορούν να δεχτούν άνετα την φροντίδα από άλλα πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια των 6-12 μηνών, δείχνουν ότι θέλουν να τα φροντίζουν οι γονείς τους όταν είναι στον χώρο. Αν και δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόση ώρα λείπουν οι γονείς τους, όταν οι γονείς επιστρέφουν τα βρέφη αυτής της ηλικιακής φάσης αρχίζουν να δείχνουν τη δυσφορία τους για τον αποχωρισμό. Η ηλικία των 12 μηνών έως και τα 2 έτη, αποτελεί το πιο δύσκολο στάδιο του αποχωρισμού. Σε αυτή τη φάση έχουν κατακτήσει αυτό που ονομάζουμε «μονιμότητα των αντικειμένων». Δηλαδή το ότι τα αντικείμενα ή πρόσωπα που δεν είναι στο οπτικό τους πεδίο δεν χάνονται, αλλά επιστρέφουν ξανά μετά. Τα βρέφη σε αυτή την ηλικία δεν μπορούν να κρατήσουν την νοητική εικόνα των γονιών τους, κάτι ιδιαίτερα στρεσογόνο γι’ αυτά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναζητούν συνεχώς τον μπαμπά και την μαμά όταν δεν είναι στο οπτικό τους πεδίο, ενώ όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο τους ακολουθούν παντού και αγχώνονται ή θυμώνουν όταν δεν τους βλέπουν. Τέλος στην ηλικία των 3-5 ετών, αναμένεται ότι θα υποφέρουν λιγότερο από το άγχος αποχωρισμού. Σε αυτή την ηλικία μπορούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους, ειδικά όταν νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή με τους οικείους τους. Σε αυτή την ηλικία μπορεί να εκδηλώσουν εκρήξεις θυμού, συμπεριφορές που δείχνουν ότι τα παιδιά μπορούν να εκδηλώσουν τις ανάγκες, τη δυσφορία και τα συναισθήματα τους (McDermott, 2005).
Όσο πιο πολύ ενημερωμένοι είμαστε για αυτά τα φυσιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τόσο πιο έτοιμοι θα είμαστε να ανταποκριθούμε άμεσα στις ανάγκες των παιδιών μας και να τα ανακουφίσουμε στα έντονα συναισθήματα που βιώνουν.